πανευδαίμων

πανευδαίμων
-ον, ΝΑ
ευδαιμονέστατος, πολύ ευτυχισμένος, πανευτυχής
αρχ.
τιμητικός τίτλος άρχοντα, βασιλιά («πανευδαίμων βασιλεία», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + εὐδαίμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πανευδαίμων — quite happy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευδαίμονα — πανευδαίμων quite happy neut nom/voc/acc pl πανευδαίμων quite happy masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευδαίμονας — πανευδαίμων quite happy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευδαίμονες — πανευδαίμων quite happy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευδαίμονι — πανευδαίμων quite happy dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευδαίμονος — πανευδαίμων quite happy gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεύδαιμος — ον, Μ πανευδαίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανευδαίμων, κατά τα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • SYBARIS — I. SYBARIS M. Graeciae oppid. inter Crathin et Sybarim amnes, ab Achivis conditum, Diodor. Sic. l. 12. Olymp. 17. An. 45. Urb. Cond. qui post Troiae excidium vi tempestatis eo fuerunt appulsi. Nunc in ruinis. Situm erat in ora Sinus Tarentini,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • πανευτυχής — ές, ΝΜ πολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος, πανευδαίμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”